παραπράσσω

παραπράσσω
και αττ. τ. παραπράττω και ιων. τ. παραπρήσσω Α
1. κάνω κάτι που βρίσκεται έξω από τον κύριο στόχο μου
2. βοηθώ σε μια πράξη, συμπράττω
3. κάνω κάτι άδικα, ιδίως εισπράττω χρήματα κατά τρόπο άδικο ή παράνομο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραπράξαντος — παραπράσσω do aor part act masc/neut gen sg παραπράσσω do aor part act masc/neut gen sg παραπρά̱ξαντος , παραπράσσω do aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπράσσων — παραπράσσω do pres part act masc nom sg παραπρά̱σσων , παραπράσσω do pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπράττειν — παραπράσσω do pres inf act (attic epic) παραπρά̱ττειν , παραπράσσω do pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέπρηξε — παραπράσσω do aor ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • παρέπρασσες — παρέπρᾱσσες , παραπράσσω do imperf ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέπραττε — παρέπρᾱττε , παραπράσσω do imperf ind act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέπραττεν — παρέπρᾱττεν , παραπράσσω do imperf ind act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”